Οι Σαρακατσάνοι, νομάδες εκ φύσεως, μετακινούνταν συνεχώς μεταξύ βουνών και πεδιάδων. Οι εποχικές αυτές μετακινήσεις τους είχαν σχέση με την τεχνική της κτηνοτροφίας και τις ανάγκες των κοπαδιών, από τα οποία είχαν άμεση εξάρτηση. Σύμφωνα με την σαρακατσάνικη παράδοση, την άνοιξη και συγκεκριμένα του Αγίου Γεωργίου, μετακινούνταν σχηματίζοντας καραβάνια στα βουνά αναζητώντας βοσκές όπου χάρη στην υγρασία διατηρούνταν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, καθώς τα πεδινά βοσκοτόπια ξεραίνονταν και η θερμοκρασία έφτανε σε επίπεδα μη ανεκτά από τα κοπάδια τους. Το φθινόπωρο, στη γιορτή του Αγίου Δημητρίου, έπαιρναν το δρόμο για τις πεδιάδες, τα λεγόμενα χειμαδιά, που ήταν κλιματικά πιο ήπιες σε σχέση με τον σκληρό χειμώνα των βουνών, ώστε να ξεχειμωνιάσουν τα ζώα τους.
Ο τρόπος ζωής τους ήταν οργανωμένος με ένα είδος ποιμενικής συνεργασίας, το «Τσελιγκάτο». Το τσελιγκάτο μπορούσε επίσης να χαρακτηριστεί και σαν ένας οικονομικός συνεταιρισμός ο οποίος εξασφάλιζε και προωθούσε τη συνεργασία των μελών του. Χαρακτηριστικό του τσελιγκάτου ήταν η οικονομική και κοινωνική του αυτάρκεια, ενώ η τυροκομία και η κτηνοτροφία αποτελούσαν βασική πηγή εσόδων κάθε οικογένειας αλλά και ολόκληρου του τσελιγκάτου Είτε βρίσκονταν στα βουνά για ξεκαλοκαιριό, είτε το χειμώνα στα χειμαδιά, αδέρφια, πρωτοξαδέρφια και δεύτερα ξαδέρφια έσμιγαν τα κοπάδια τους σε ένα είδος συνεταιρισμού, για την καλλίτερη παραγωγική συνεργασία και διάθεση των κτηνοτροφικών τους προϊόντων.
Αρχηγός του «Τσελιγκάτου» ήταν ο τσέλιγκας, πλούσιος κτηνοτρόφος, με πολλά πρόβατα, που ξεχώριζε για τις ικανότητές του: έξυπνος, δυναμικός, κοινωνικός, ευέλικτος, τολμηρός, έντιμος και δίκαιος, ανοιχτοχέρης. Αυτός κανόνιζε σχεδόν τα πάντα που είχαν σχέση με το τσελιγκάτο ( ενοικίαση βοσκοτόπων, πώληση γάλακτος και τυροκομικών προϊόντων, αρνιών, μαλλιών κ.τ.λ.). Είχε όμως και κοινωνικό ρόλο στη στάνη: συμβούλευε- μαζί με τους γεροντότερους- και έλυνε διαφορές. Όλοι οι σμίχτες είχαν συμμετοχή στα κέρδη και τις ζημιές του κοπαδιού. Του Αγίου Δημητρίου για το καλοκαίρι και του Αγίου Γεωργίου για το χειμώνα έκαναν λογαριασμό και απολογισμό των εσόδων και εξόδων του τσελιγκάτου και πάντα κρατούσαν παραστατικά (τεφτέρια).Οι Τσοπαναραίοι ήταν αυτοί που είχαν λίγα ή καθόλου πρόβατα και δεν είχαν δικό τους τσελιγκάτο.
Η ομαλή λειτουργία του συστήματος εξασφαλιζόταν μέσω του εθιμικού δικαίου το οποίο εφαρμοζόταν από «διαιτητές», καθώς η προσφυγή στα δικαστήρια της περιβάλλουσας κοινωνίας αποδοκιμαζόταν έντονα. Ένα πλήθος κανόνων ηθικής, στηριγμένων στην σαρακατσάνικη παράδοση, καθόριζαν τη συμπεριφορά του κάθε ατόμου με βάση το φύλο, την ηλικία και το ρόλο του στην οικογένεια. Όταν υπήρχε αδυναμία στην εύρεση λύσης για κάποια διαφορά, συνήθως οικονομική, επιτροπή από γειτονικό τσελιγκάτο αναλάμβανε να δώσει τη λύση. Ανώτατη δικαστική αρχή στη Σαρακατσάνικη κοινωνία ήταν το συναφικό (ή σναφικό) δικαστήριο. Το σναφικό δικαστήριο συγκαλούνταν όποτε υπήρχε κάποια σοβαρή υπόθεση να εξεταστεί, από τον αρχιτσέλιγκα. Όταν η υπόθεση ήταν ιδιαιτέρως σοβαρή, υπήρχε δυνατότητα σύγκλισης σναφικού δικαστηρίου με συμμετοχή περισσότερων τσελιγκάτων. Τη δικαστική εξουσία ασκούσε συμβούλιο γερόντων, οι οποίοι αφού άκουγαν τον κατηγορούμενο και τον αδικημένο, έβγαζαν την απόφαση. Οι ποινές μπορεί να ήταν ιδιαίτερα αυστηρές, ανάλογα με το είδος της αδικίας. Ο θεσμός των σναφικών δικαστηρίων παρέμεινε σε ισχύ, έως το 1950 στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη
Το σπίτι ή το κονάκι, που το κατασκεύαζαν μόνοι τους, ήταν ένα καλύβι με σάλωμα και ήταν δυο τύπων: α) το ορθό κονάκι ( κωνοειδής καλύβα ), που κατέληγε στην κορυφή του σε σταυρό και είχε στο κέντρο την εστία ( φωτογώνι ) και γύρω-γύρω διασκευασμένους χώρους όπου τοποθετούσαν ρούχα, είδη μαγειρικής κ.τ.λ., ενώ υπήρχε σταθερή θέση για το εικόνισμα
β) ο πλάγιος τύπος με δίρριχτη στέγη που κατασκευαζόταν από κορμούς δέντρων, ξύλα ( πελεκούδια ) και κλαδιά ελάτων ( μπάτσες ).
Τα «κονάκια», ο οικισμός δηλ. το σύνολο των νομαδικών οικογενειών αποτελούσε τη Στάνη. Στάνη και τσελιγκάτο δεν ταυτίζονταν. Μπορεί μια στάνη να είχε δυο ή περισσότερα τσελιγκάτα. Το αντίστροφο όχι.
Η Σαρακατσάνικη οικογένεια ήταν πατριαρχική. Αυστηρή πειθαρχία και άγραφοι απαρασάλευτοι νόμοι όριζαν τη συμπεριφορά του κάθε μέλους της. Αρχηγός της οικογένειας ήταν ο άνδρας, ο πατέρας. Στον πατέρα και τη μάνα υπήρχε απόλυτος σεβασμός. Το κορίτσι το χαρακτήριζε η ντροπαλοσύνη, η καλή ανατροφή και ο καλός ψυχικός κόσμος. Το αγόρι έπρεπε να ήταν σεμνό, συγκρατημένο στις πράξεις, τα λόγια και τους τρόπους του.
Ο στυλοβάτης όμως της οικογένειας ήταν η γυναίκα, που σήκωνε όλο το βάρος των ευθυνών. Αυτή είχε καθημερινά αναλάβει όλες τις δουλειές του νοικοκυριού (να φέρει ξύλα, ν’ ανάψει φωτιά, να φέρει νερό από τη βρύση με τη βαρέλα, να περιποιηθεί τα παιδιά, να κάμει το νοικοκυριό του κονακιού κ.τ.λ. ), αλλά και τις εξωτερικές δουλειές των προβάτων (παραγωγή γαλακτοκομικών προϊόντων, κατασκευή, στρώσιμο, ξέστρωμα μαντριών κ.τ.λ.).
Η ρόκα, για το γνέσιμο του μαλλιού, ήταν η αχώριστη συντροφιά της. Όπου κι αν πήγαινε την είχε μαζί της. Το γνέσιμο του μαλλιού ήταν για τη Σαρακατσανα ευχαρίστηση και «σκόλη». Εκείνο όμως που την κρατούσε «σκλαβωμένη» ήταν ο αργαλειός.
Η Σαρακατσάνα ήταν μια αφανής ηρωίδα της καθημερινής ζωής. Έπρεπε να υπηρετεί την οικογένεια με θρησκευτική ευλάβεια και προσήλωση. Ενέπνεε όμως σεβασμό και έχαιρε εκτίμηση, ιδιαίτερα όταν γίνονταν μητέρα.