5b62d01506bd8a53b6c4928e25fa9b8a_XL
Σεπτέμβριος 21, 2015

Εισήγηση: Αργυρώ Κουβά-Λέφα

4η Συνδιάσκεψη  Σαρακατσάνικης νεολαίας-11 Σεπτεμβρίου 2015

Εκλεκτοί προσκεκλημένοι, κυρίες και κύριοι, Σαρακατσάνες και Σαρακατσάνοι, φίλοι των Σαρακατσαναίων , νέες  και νέοι, αγαπητά παιδιά,

Σας καλωσορίζουμε σε τούτη τη γιορτή, σε τούτη την όσμωση παραστάσεων και παραδόσεων.    Ευχόμαστε το αποψινό μας αντάμωμα κάτω απ’ τη σκιά του μυθικού Ολύμπου, στην όμορφη γη των Πιερίδων Μουσών ,στη χώρα του Αλέξανδρου να γίνει για σας ένα ταξίδι μαγικόκαι να σας πλημμυρίσει εικόνες, χρώματα, ήχους, μουσικές, γεύσεις κι αρώματα μιας αλλοτινής εποχής ευφραίνοντας την ψυχή και το νου σας……..

 

                           «Που οδεύουν οι Σαρακατσάνοι;  Σε ποια βουνοκορφή θα στήσουν τα κονάκια τους με το σταυρό στην κορυφή, για να τους φυλάει από κάθε κακό; Για ποιο γιορτάσι ετοιμάζουν το φλάμπουρα, το στολισμένο με λογής ματόχαντρες  και κορδέλες χρωματιστές; Πού θ’ απιθώσουν τούτη την κεντημένη σαρμανίτσα και αυτές τις ρόκες με τον Αη Γιώργη πάνω στο περήφανο άλογό του; Και πού θα στρώσουν αυτές τις αφράτες φλοκάτες και τις πλουμισμένες μπατανίες;»

Μ’ αυτά τα λόγια προλογίζει τη δεύτερη έκδοση του Σαρακατσάνικου οδοιπορικού του με τον τίτλο Στέγη από ουρανό ο Νέστορας Μάτσας, καθώς  ξαναταξιδεύει, όπως λέει ο ίδιος, με μια Σαρακατσάνικη φάρα στην Πίνδο και στο Καιμακτσαλάν και στα Βαρδούσια.

Ποιοι είναι λοιπόν οι Σαρακατσαναίοι; Ένα πανάρχαιο ελληνικό φύλο  , που οι ρίζες του χάνονται στα βάθη των αιώνων. Ποιμένες και σκηνίτες, νομάδες κτηνοτρόφοι ,διάγουν βίο ποιμενικό και μοιράζουν τη ζωή τους  στα δυο :ανεβαίνουν στα   βουνά το καλοκαίρι και το χειμώνα κατεβαίνουν στους κάμπους, στα  χειμαδιά ακολουθώντας τις ανάγκες  της κτηνοτροφίας  και   των κοπαδιών τους, από τα οποία είχαν άμεση εξάρτηση.

Ο διακεκριμένος ανθρωπολόγος Άρης Πουλιανός μελέτησε τους Σαρακατσάνους με τα κριτήρια της ανθρωπολογίας  και κατέληξε:

«Οι σαρακατσάνοι, με όλα τα ανθρωπολογικά και παλαιοανθρωπολογικά δεδομένα αναδεικνύονται ο αρχαιότερος λαός της Ευρώπης.

Ως προς την προέλευση και την ετυμολογία της ονομασίας των Σαρακατσάνων υπάρχουν διάφορες θεωρίες. Η επικρατέστερη από αυτές, στηριγμένη και στην προφορική παράδοση των παλαιοτέρων ,είναι ότι η  προσωνυμία αυτή τούς αποδόθηκε από τους Τούρκους. Η λέξη Σαρακατσάνος ή Καρακατσάνος έχει τουρκική προέλευση και είναι σύνθετη λέξη με α συνθετικό  το kara (καρά) που σημαίνει «μαύρος, μαυροντυμένος»  και το kacan (κατσάν) που σημαίνει «φυγάς, ανυπότακτος». Έτσι από το Karakacan (Καρακατσάν) προήλθε με παραφθορά η λέξη Σαρακατσάνος. Ο λόγος για την ονομασία αυτή είναι ότι οι Σαρακατσάνοι μετά την Άλωση της Κωνσταντινούπολης ,θρήνησαν για τον χαμό της Βασιλεύουσας,ντύθηκαν στα μαύρα, βούλωσαν τα κουδούνια των προβάτων τους και διατηρούσαν έκτοτε μόνο μαύρα ή αλλιώς ΄΄λάϊα΄΄ πρόβατα στα κοπάδια τους ως ελάχιστη ένδειξη διαμαρτυρίας.
Επίσης κατέφευγαν ως κλέφτες στα βουνά, ώστε να μην υποταχθούν στον κατακτητή . Έτσι οι Τούρκοι τους προσέδωσαν την ονομασία Καρακατσάν, δηλαδή «μαύρος φυγάς». Οι ίδιοι οι Σαρακατσάνοι άρχισαν να χρησιμοποιούν αυτό το όνομα, το οποίο είναι σχετικά νέο μετά το 1812, προσδιορίζοντας έναν λαό που προϋπήρχε της ονομασίας του και αποδίδοντας του ένα όνομα που έπεται της ύπαρξης του, όπως όχι σπάνια συμβαίνει στo διάβα της ιστορίας.

 Αρχική κοιτίδα τους υπήρξε η οροσειρά της κεντρικής και νότιας Πίνδου  με επίκεντρο τα Άγραφα , χώρος που λόγω της γεωφυσικής του κατάστασης ήταν απάτητος, δεν ήταν γραμμένος πουθενά( εξ ου και Αγραφα.)Με ορμητήριο το ευρύτερο σύμπλεγμα της Πίνδου  μετακινούνταν στην ηπειρωτική Ελλάδα και σε άλλες βαλκανικές χώρες μαζί με τα ποίμνιά τους. Εικάζεται ότι ο μαζικός διασκορπισμός των Σαρακατσάνων  έγινε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και ιδίως την εποχή του Αλή Πασά μεταξύ 1788 και 1821, όταν αυτός είχε τις μεγάλες συγκρούσεις με τους Σουλιώτες και τον Αντώνη Κατσαντώνη, Σαρακατσάνο οπλαρχηγό. Τότε  μετακινήθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις:στη Ρούμελη και τη Θεσσαλία, στη Μακεδονία και τη Θράκη,  αλλά και νότια της Βουλγαρίας και γενικότερα σε περιοχές της πρώην Γιουγκοσλαβίας, στη Β. Πελοπόννησο και στην Αττική, ενώ άλλοι κινούνταν προς τα ανατολικά μέχρι την Ανατ. Θράκη και την Κων/πολη, καθώς ο ενιαίος γεωγραφικός χώρος του τότε Οθωμανικού κράτους επέτρεπε άνετα αυτές τις μετακινήσεις.  Έτσι ανάλογα με την περιοχή μετακίνησης, έπαιρναν και τοπικές ονομασίες:Ηπειρώτες, Κασσανδρινοί,  Μοραίτες, Πολίτες,( οι οποίες διατηρούνται ακόμη και σήμερα μεταξύ των Σαρακατσάνων που είναι εγκατεστημένοι σε διαφορετικά μέρη, λ.χ. οι Σαρακατσάνοι της Θράκης είναι Πολίτες. Μετά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, την πτώση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και τη δημιουργία των βαλκανικών κρατών επιστρέφουν σιγά-σιγά σχεδόν όλοι εντός των ελληνικών συνόρων. Στη Βουλγαρία  παρέμειναν Σαρακατσάνοι, οι οποίοι ζουν εκεί και εξακολουθούν να διατηρούν ακμαία τη γλώσσα ,  τα ήθη και τις παραδόσεις των προγόνων τους.

Οι Σαρακατσάνοι, είχαν και έχουν εντυπωσιακή ομοιογένεια, στη γλώσσα, στα ήθη, τα έθιμα και τον τρόπο ζωής παρά το γεγονός ότι διασκορπίστηκαν σε τόσο μεγάλη έκταση, αλλά και σε εποχές όπου η δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας από περιοχή σε περιοχή ήταν δύσκολη έως και ανύπαρκτη. Ανεξάρτητα από τον εναλλασσόμενο τόπο  διαμονής τους  μιλούν την  ίδια γλώσσα, την Ελληνική, απαλλαγμένη από ξένα στοιχεία,  αναλλοίωτη» που φέρει κατά τους μελετητές τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της δωρικής  διαλέκτου. Το ίδιο ακραιφνείς  παρέμειναν και οι Σαρακατσάνοι, οι «καταλαγαρώτεροι Έλληνες) όπως  έγραψε ο Στέφανος Γρανίτσας.

 

Ο πρώτος επιστήμονας που μελέτησε εκτενώς τους Σαρακατσάνους  ο Δανός γλωσσολόγος Κάρστεν Χεγκ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, ταξίδεψε στην Ελλάδα το 1920 και εντυπωσιασμένος από την άγρια λεβεντιά τους, έζησε μαζί τους,   κατέγραψε τη γλώσσα  και τις παραδόσεις τους.

Η ιέρεια των Σαρακατσάνων ,Αγγελική Χατζημιχάλη, η νεαρή αστή λαογράφος με το άσβεστο πάθος για την Ελλάδα και το καθετί ελληνικό,που ζει μαζί τους και τους αφιερώνει τη ζωή και το έργο της,γράφει για τους Σαρακατσάνους:

 Νομάδες από πανάρχαια μήτρα κτηνοτρόφων, τσελιγκάδες, τσοπάνοι, προβαταραίοι, χωρίς δική τους γη και μόνιμη κατοικία. Περπατάρηδες και κόσμος από λόγγα, αυτοί είναι οι Σαρακατσάνοι. Ζούνε στους κάμπους τον χειμώνα κι ανεβαίνουν στα βουνά το καλοκαίρι. Η ζωή τους είναι ένα ταξίδι, μια αδιάκοπη μετακίνηση».

Αγγελική Χατζημιχάλη , εθνογράφος- λαογράφος

Και συνεχίζει: Γενικά οι Σαρακατσάνοι δεν ξέρουν από πού κρατάει η γενιά τους… Λένε όμως πάντα ότι είναι Έλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι …και συνηθίζουν να λένε διάφορες παροιμιώδεις φράσεις, όπως ότι βγαίνουν από τα λόγγα ή από την τέντα ,που όλες σημαίνουν ότι δεν έχουν σπίτια, είναι πλάνητες και φερέοικοι»

Δυο σημαντικές ημερομηνίες-ορόσημα ορίζουν τη ζωή και τον κόσμο τους: οι γιορτές των δύο στρατιωτικών αγίων τ’ Αη Γιώργη και τ’ Αη Δημήτρη σηματοδοτούν την έναρξη του θερινής και της   χειμερινής περιόδου αντίστοιχα. Κείνες τις μέρες έπρεπε να γίνουν όλα σωστά, οι συμφωνίες ,οι προετοιμασίες ώστε να κινήσουν για τα ψηλώματα, να βγουν στη στράταΤο ταξίδι του καραβανιού αρχίζει και μετά από πορεία πολλών ημερών φτάνει υπομονετικά στο προορισμό του.  Τρεις λέξεις σφραγίζουν ολόκληρη τη ζωή τους: Β’ΝΑ- ΣΤΡΑΤΑ- ΧΕΙΜΑΔΙΑ.Και τανάπαλιν.     Και το καραβάνι ξεκινάει……………

 

Το επίκεντρο του σύμπαντος της σαρακατσάνικης ζωής ήταν η στάνη. Περιελάμβανε τους στανιώτες,τα κοπάδια, τα καλύβια, τα μαντριά ,τις στρουγκες, ακόμη και τα βοσκοτόπια.

Ο τρόπος ζωής τους ήταν οργανωμένος μ’ ένα είδος ποιμενικής  συνεργασίας, το «Τσελιγκάτο». Είτε βρίσκονταν στα βουνά το καλοκαίρι, είτε το χειμώνα στα χειμαδιά, αδέρφια, πρωτοξαδέρφια  και δεύτερα ξαδέρφια έσμιγαν τα κοπάδια τους σε ένα είδος  συνεταιρισμού, για την καλύτερη παραγωγική συνεργασία και διάθεση των κτηνοτροφικών τους προϊόντων. Αρχηγός του «Τσελιγκάτου» ήταν ο  τσέλιγκας, πλούσιος κτηνοτρόφος, με πολλά πρόβατα,  που ξεχώριζε για τις ικανότητές του: έξυπνος, δυναμικός,  κοινωνικός, ευέλικτος, τολμηρός, έντιμος και δίκαιος…Ο λόγος της τιμής του αποτελούσε συμβόλαιο.
Αυτός κανόνιζε όσα είχαν σχέση με το τσελιγκάτο  (ενοικίαση βοσκοτόπων, πώληση γάλακτος,  αρνιών, μαλλιών ). Είχε όμως και κοινωνικό ρόλο στη στάνη:
Συμβούλευε- μαζί με τους γεροντότερους- και έλυνε διαφορές. Όλοι οι  σμίχτες είχαν συμμετοχή στα κέρδη και τις ζημιές του κοπαδιού. Του  Αγίου Δημητρίου για το καλοκαίρι και του Αγίου Γεωργίου για το  χειμώνα έκαναν λογαριασμό και απολογισμό των εσόδων και εξόδων του  τσελιγκάτου και πάντα κρατούσαν παραστατικά ( τεφτέρια ). Οι  Τσοπαναραίοι ήταν αυτοί που είχαν λίγα ή καθόλου πρόβατα και   μισθώνονταν από τον τσέλιγκα για τη φύλαξή τους.
Η ομαλή λειτουργία του συστήματος εξασφαλιζόταν μέσω του εθιμικού δικαίου το οποίο εφαρμοζόταν από «διαιτητές»,  καθώς η προσφυγή στα δικαστήρια της περιβάλλουσας κοινωνίας αποδοκιμαζόταν έντονα.

Το σπίτι των Σαρακατσαναίων ( το κονάκι ), που το κατασκεύαζαν μόνοι τους, ήταν  ένα καλύβι με σάλωμα και ήταν δυο τύπων: α) το ορθό κονάκι που κατέληγε στην κορυφή του σε σταυρό και είχε  στο κέντρο την εστία ( φωτογώνι ), ενώ υπήρχε  σταθερή θέση για το εικόνισμα β) ο πλάγιος τύπος με δίρριχτη στέγη  που κατασκευαζόταν από κορμούς δέντρων, ξύλα  και  κλαδιά ελάτων.

Η βασική μορφή  κοινωνικής οργάνωσης στους Σαρακατσάνους ήταν  η εκτεταμένη οικογένεια ,δηλαδή η συμβίωση  τριών γενεών(γονείς,παιδιά,εγγόνια),μια δομή που εξυπηρετούσε πρώτιστα επιβιωτικές ανάγκες, αρκετά χέρια για καθημερινές δουλειές. Όταν τα παιδιά παντρεύονταν, η οικογένεια χωριζόταν σταδιακά δημιουργώντας διαφορετικά κονάκια,ενώ οι γέροντες γονείς παρέμεναν με το νεότερο  γιο.

Η Σαρακατσάνικη οικογένεια ήταν πατριαρχική. Αυστηρή πειθαρχία και άγραφοι  απαρασάλευτοι νόμοι όριζαν τη συμπεριφορά του κάθε μέλους.  Αρχηγός της οικογένειας ήταν ο άνδρας, ο πατέρας. Στον πατέρα και  τη μάνα υπήρχε απόλυτος σεβασμός.. Το αγόρι έπρεπε να είναι σεμνό, συγκρατημένο στις πράξεις, τα λόγια και τους τρόπους του. Το κορίτσι το χαρακτήριζε η ντροπαλοσύνη, το κοκκίνισμα, η καλή ανατροφή. Ο στυλοβάτης όμως της οικογένειας ήταν η γυναίκα, που σήκωνε όλο το βάρος των ευθυνών. Αυτή είχε καθημερινά αναλάβει όλες  τις δουλειές του νοικοκυριού ( να φέρει ξύλα, ν’ ανάψει φωτιά, να  φέρει νερό από τη βρύση με τη βαρέλα, να περιποιηθεί τα παιδιά, να  κάμει το νοικοκυριό  ), αλλά και τις εξωτερικές  δουλειές.  Η ρόκα, για το  γνέσιμο του μαλλιού, ήταν η αχώριστη συντροφιά της. Όπου κι αν  πήγαινε την είχε μαζί της. Το γνέσιμο του μαλλιού ήταν για τη Σαρακατσάνα  ευχαρίστηση και «σκόλη». Εκείνο όμως που την κρατούσε «σκλαβωμένη»  ήταν ο αργαλειός.  Η Σαρακατσάνα ήταν μια αφανής ηρωίδα της καθημερινής  ζωής. Ο λαογράφος Ευριπίδης Μακρής λέει χαρακτηριστικά« Έπρεπε να υπηρετεί την οικογένεια με θρησκευτική ευλάβεια και  προσήλωση. Δεν περίσσευε χρόνος για τίποτε άλλο» Ενέπνεε όμως σεβασμό και έχαιρε εκτίμησης, ιδιαίτερα όταν  γινόταν  μητέρα. Βαρυσήμαντη η φράση του Καββαδία πως η σαρακατσάνα «Ως μητέρα, ιδίως αν έχει αγόρια, αποτελεί πηγή δημιουργίας κοινωνικών αξιών» και όπως λέει ιδιαίτερα εύστοχα ο καθηγητής Γ. Καψάλης «στάνη χωρίς τη  μάνα  μπορεί και να μην υπάρχει».Η μάνα λοιπόν για τους Σαρακατσάνους και για κάθε φυλή ,για κάθε λαό ,σε κάθε τόπο και εποχή είναι  νάμα ζωής, όπως τιτλοφορείται και  η παράσταση που θα παρακολουθήσετε σε λίγα λεπτά.  

Όσον αφορά  την παιδεία των Σαρακατσάνων να πούμε Ότι Οι σκληρές συνθήκες ζωής  και οι συνεχείς μετακινήσεις τους στις ορεινές περιοχές δεν επέτρεπαν τη μόρφωση των παιδιών τους σε σχολεία. Κάποια  τσελιγκάτα, το καλοκαίρι, με δικά τους έξοδα μίσθωναν δάσκαλο. Τα  παιδιά παρακολουθούσαν τα μαθήματα σε μια ειδικά διαμορφωμένη  καλύβα,  το «δασκαλοκάλυβο». Είχαν βέβαια μια βαθιά αίσθηση του  ελληνικού γλωσσικού οργάνου.

Οι Σαρακατσάνοι απέδιδαν τεράστια σπουδαιότητα στη θρησκεία τους. Στο  κονάκι υπάρχει πάντα ένα εικονοστάσι και μπροστά στις εικόνες καίει  ένα καντήλι.
Τελούν  τα θρησκευτικά τους καθήκοντα και τηρούν αυστηρά τους κανόνες της νηστείας. Σε όλες τις σημαντικές στιγμές της ζωής τους, είναι απαραίτητη η  παρουσία ενός ιερέα. Το γεγονός που δείχνει κατεξοχήν την ένταση της θρησκευτικότητας των Σαρακατσάνων διαπιστώνεται στην περίπτωση που κάποιος πεθαίνει χωρίς να  προλάβει την τελευταία μετάληψη. Τοποθετούσαν για τρεις μέρες ένα ποτήρι με κρασί σε μια γωνιά της καλύβας έτσι ώστε η ψυχή του νεκρού να έρθει να  κοινωνήσει. Το θάνατο βέβαια τον αντιμετώπιζαν με στωϊκότητα και περηφάνια και σ’ όλα τους τα ταξίδια «σαν έτοιμοι από καιρό» για το αναπόφευκτο γεγονός, είχαν μαζί τους τη νεκραλλαξιά.  Τις μεγάλες γιορτές  της Χριστιανοσύνης και τις ονομαστικές γιορτές τις γιόρταζαν με  μεγαλοπρέπεια, όπου κι αν βρίσκονταν.

Γλεντούσαν συχνά με  χορό και  τραγούδια. Τραγουδούσαν τα τραγούδια τους, μόνο «με το στόμα», χωρίς τη συνοδεία μουσικών οργάνων. Τα Σαρακατσάνικα τραγούδια ήταν αντιφωνικά. Δηλαδή, έλεγε η μία παρέα τον ένα στίχο, σταματούσε, τραγουδούσε η δεύτερη παρέα τον ίδιο στίχο και συνέχιζαν το τραγούδι οι πρώτοι. Σε κάποια γλέντια τους συνόδευαν οι ήχοι της τζαμάρας.  Η τζαμάρα ήταν το μόνο Σαρακατσάνικο μουσικό όργανο, ένα είδος φλογέρας, που βγάζει ένα βραχνό παραπονιάρικο ήχο, πολύ διαφορετικό από τον οξύ της φλογέρας. Όταν χόρευαν οι Σαρακατσάνοι, πάλι τραγουδούσαν «με το στόμα». Τα τραγούδια τους άγγιζαν όλα τα θέματα :ποιμενικά, κλέφτικα, Της ξενιτιάς ,του γάμου,  της αγάπης,σκωπτικά,αλλά και μοιρολόγια. Οι  χοροί τους λεβέντικοι, έχουν την καταγωγή τους στον αρχαίο ελληνικό  ρυθμό.  Ιδιαίτερα γλεντούσαν, όταν  γινόταν κάποιος γάμος στο τσελιγκάτο. Ο γάμος μαζί με τη γέννηση  των παιδιών αποτελούσαν τους δυο κύριους πόλους της Σαρακατσάνικης κοινωνίας.
Ο  γάμος ήταν ένα φαινόμενο πολυδιάστατο, με ένα κύκλο  πράξεων, στάσεων, συμβόλων και συμπεριφορών. Χαρακτηριστικό της σαρακατσάνικης κοινωνίας  ήταν η ενδογαμία και σκοπός του γάμου ήταν η γέννηση και ανατροφή παιδιών καθώς και η κοινωνική κατανομή της  εργασίας. Ο ΓΑΜΌΣ, Η χαρά  διαρκούσε επτά ημέρες.Το ράψιμο του φλάμπουρα, Το πιάσιμο των προζυμιών ,η κλούρα  του γάμου,το πόδεμα της νύφης,τα πιστρόφια ήταν αναπόσπαστα στοιχεία του παραδοσιακού σαρακατσάνικου Γάμου.

 

Οι Σαρακατσανοι μας κληροδότησαν υπέροχα ξυλόγλυπτα και όμορφα υφαντά, αντικείμενα που φιλοτέχνησαν για να κάνουν τη ζωή τους ευκολότερη. Η γυναίκα έφτιαχνε μόνη της τις αντρικές και γυναικείες φορεσιές. Μετά τον κούρο, το ξάσιμο του μαλλιού, το γνέσιμο, η ύφανση, το ράψιμο ήταν δικιά της δουλειά. Οι Σαρακατσαναίοι δε φόρεσαν ποτέ άλλο ξενικό ύφασμα, παρά μονάχα υφάσματα δικής τους κατασκευής. Η χαρακτηριστική σοβαρότητα των σκούρων χρωμάτων στις φορεσιές, τα υπέροχα χρώματα και σχέδια ,ο ολοκέντητος  φλάμπουρας του γάμου, απαρράμιλης ομορφιάς ξυλόγλυπτα, οικιακά σκεύη, διακοσμητικά αντικείμενα, μάλλινα χειροποίητα υφαντά στρωσίδια, με σύμβολα γεωμετρικά όπως ο ρόμβος , ο μαίανδρος , η τεθλασμένη γραμμη σύμβολα όπως ο σταυρός, το φίδι είναι χαρακτηριστικά  της Σαρακατσάνικης τέχνης.
Η  ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΣΑΡΑΚΑΤΣΑΝΩΝ ΣΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟ-ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ .

Τα τσελιγκάτα συνέβαλαν αποφασιστικά στους αγώνες της ανεξαρτησίας. Στην επανάσταση του 1821 οι Σαρακατσαναίοι ήταν τα στηρίγματα της κλεφτουριάς.. Εμείς και τα μοναστήρια ήμασταν το στήριγμα σε όλους τους ξεσηκωμούς, λένε  οι ίδιοι καυχησιάρικα.  Ο Γιάννης Βλαχογιάννης γράφει   « οι Σαρακατσαναίοι ήταν αυτοί που συστηματικά έβγαλαν από μέσα τους και έθρεψαν και θέριεψαν την ελληνική κλεφτουριά . Επίσης ο καθηγητής Διονύσιος Μαυρόγιαννης αναφέρει στο βιβλίο του «Οι Σαρακατσάνοι Θράκης, Κεντρικής και ανατολικής Μακεδονίας»: οι ποιμένες Σαρακατσάνοι όχι μόνον επάνδρωσαν ένα μεγάλο μέρος του Αρματολισμού και της κλεφτουριάς αλλά και τροφοδότησαν σε σταθερή συνεχή βάση επί αιώνες τις ένοπλες ομάδες πριν και κατά τον αγώνα της παλιγγενεσίας…. Πολλοί ήταν  οι επώνυμοι Σαρακατσαναίοι αγωνιστές της προεπαναστατικής και της επαναστατικής περιόδου : Γεώργιος Καραϊσκάκης, ,Γεώργιος ΖαχείλαςΑναστάσιος Καρατάσος, ο Γρηγόρης Λιακατάς,    ο Β. Δίπλας, ο Χασιώτης και ο Λεπενιώτης ( αδέλφια του Κατσαντώνη ), ο Φαρμάκης, ο Γ. Τσόγκας, , ο Λιάκος, και κυρίως το καμάρι των Σαρακατσαναίων, ο Κατσαντώνης, ο πολεμιστής και καπετάνιος των Αγράφων και των Τζουμέρκων, ο οποίος στη σύναξη των κλεφταρματολών, η οποία πραγματοποιήθηκε τον Ιούνιο του 1807 στην Αγία Μαύρα με πρωτοβουλία των Καποδίστρια, Κολοκοτρώνη,του  Στρατηγού Εμμανουήλ και του Μητροπολίτου Ναυπακτίας Ιγνατίου αναγνωρίστηκε εν μέσω όλων των μεγάλων ονομάτων της Κλεφτουριάς ως ΄΄Αρχηγός όλων των Κλεφτών.»

Στον Μακεδονικό Αγώνα οι Σαρακατσάνοι υπήρξαν αρωγοί και πρωτοστάτες. Ο στρατηγός Α.Κ Ανεστόπουλος ομολογεί πως: «Όλοι οι κτηνοτρόφοι Σαρακατσαναίοι, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα 1903-1908 ειργάσθησαν πολυτρόπως, ενισχύσαντες τα ελληνικά αντάρτικα σώματα ως τροφοδότες, οδηγοί αλλά και ως ένοπλοι.».  Περιέθαλψαν τραυματίες στις στάνες τους, διέθεσαν τρόφιμα, ιματισμό, μετέφεραν όπλα και συμμετείχαν οι ίδιοι στα αντάρτικα σώματα, όπως ο οπλαρχηγός Κ. Γαρέφης , ο Γρηγόριος Βαϊνάς (γνωστός ως καπετάν Αγραφιώτης) , ο  Ιωάννης Ζαρογιάννης (καπετάν Νάνης) που έδρασε στην περιοχή του Ολύμπου και έγινε θρύλος απαγάγοντας  Τούρκους αξιωματικούς από την Κατερίνη, γιατί είχαν αποφασίσει να απομακρύνουν  στην Στρώμνιτσα 80 οικογένειες Σαρακατσάνων που ήταν οι τροφοδότες του.

Ο Παύλος Μελάς συνεργάστηκε στενά με τους Σαρακατσάνους. Ανάμεσα στα παληκάρια του βρισκόταν και ο Γιάννος Τσακνάκης, Σαρακατσάνος από την Μαλαθριά ( σημερινό Δίον ) της Πιερίας, που ήταν μάλιστα και ψυχογιός του.  Στην έκδοση του Γενικού Επιτελείου Στρατού – Δ/νσεως Ιστορίας Στρατού «Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα», μεταξύ των άλλων αναφέρονται: «Οι Σαρακατσαναίοι ήσαν ακέραιοι και γνήσιοι Έλληνες….., οι οποίοι υψίστας υπηρεσίας προσέφεραν εις τον Ελληνικόν Αγώνα».

Κατά το ηρωικό έπος του 40  η βοήθειά τους ήταν σημαντική και πολύτιμη. Ανάμεσά τους και πολλοί Σαρακατσάνοι συντοπίτες  μας, που έπεσαν και αυτοί υπέρ πατρίδος στα Αλβανικά βουνά. Παραδειγματικά αναφέρω τους Γιάννη Τσακνάκη, εγγονό του πρωτοπαλίκαρου και ψυχογιού του Παύλου Μελά  Γιάννου Τσακνάκη,  και τον Στέφο Πυρόβολο από τον Αγιο Σπυρίδωνα, οι οποίοι ανταποκρινόμενοι στο κάλεσμα της Πατρίδος δεν γύρισαν ποτέ πίσω.

Συνοψίζοντας ,αναφέρουμε τα λόγια της Αγ.Χατζημιχάλη:

»Το μεγάλο μερτικό των Σαρακατσάνων στους αγώνες  ήταν η καθολικότερη ανώνυμη δράση τους»

Σήμερα,  ο τρόπος ζωής των Σαρακατσαναίων άλλαξε ριζικά. Ο νομαδικός βίος έχει παρέλθει.   Η  εγκατάλειψη του πλάνητα βίου, η μόνιμη εγκατάσταση , η ενσωμάτωσή τους στην περιβάλλουσα κοινωνία διαμόρφωσαν τις νέες συνθήκες διαβίωσής τους. Ένα μεγάλο μέρος του σαρακατσάνικου πληθυσμού στράφηκε στη ζωή της πόλης, στις επιστήμες, στις τέχνες,στην πολιτική, διακρινόμενοι πάντοτε με εκπληκτική επιτυχία. Ένας σημαντικός αριθμός ασχολείται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Μόνο που τα κονάκια και τα τσελιγκάτα έσβησαν. Ο παραδοσιακός τρόπος ζωής  επιζεί πλέον  ως ανάμνηση. Οι  Σαρακατσάνοι όμως κάνουν ό,τι μπορούν για τη συντήρηση της μνήμης της πολιτιστικής τους ιδιαιτερότητας, όντας περήφανοι για την καταγωγή τους.Από το 1960 και μετά, που οι Σαρακατσάνοι διασκορπίστηκαν στις πόλεις και τα  χωριά, πολιτιστικοί σύλλογοι, σαρανταεπτά τον αριθμό σήμερα και το δευτεροβάθμιο όργανό τους, η Πανελλήνια  Ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσαναίων ( ΠΟΣΣ ) διατηρούν τη Σαρακατσάνικη παράδοση ακμαία, ξαναζωντανεύοντας τα παλιά με εκδηλώσεις, ανταμώματα, με συνέδρια και μελέτες ,αλλά και με συλλογές και μουσεία. Αξίζει εδώ να αναφέρουμε το λαμπρό Μουσείο Σαρακατσαναίων στις Σέρρες, μοναδικό στο είδος του, βραβευμένο από την Ευρωπαική Επιτροπή Μουσείων και διεθνώς αναγνωρισμένο.

Σε καιρούς χαλεπούς, όπως οι τωρινοί, είναι σημαντικό να στραφούμε στις «ρίζες» μας, σε όσα μας κληροδότησαν οι παλιοί:   Οι Σαρακατσαναίοι μας παρέδωσαν ένα βαθύτερο αξιακό σύστημα, ακλόνητες «θέσεις ζωής» , υψηλές αξίες , όπως η αξία της πατρίδας και της οικογένειας, η περηφάνια του ανυπότακτου , η λεβεντιά , η τιμή και η ντροπή, η όμορφη αρχή της ελευθερίας και η σπουδαία αρχή της φορητότητας ως αντίποδας σε μια υπερκαταναλωτική υλιστική κοινωνία. Ας αφουγκραστούμε τις ανεκτίμητες νουθεσίες τους και ας  τις φυλάξουμε ως πολύτιμα τιμαλφή στο σεντούκι της σκέψης μας και της καρδιάς μας. Και με γνώμονα τις νουθεσίες των παλαιών, ας  προχωρήσουμε στο μέλλον.  Κλείνοντας θα σας διαβάσω  ένα απόσπασμα  από το πρώτο κεφάλαιο του οδοιπορικού του Νέστωρα Μάτσα «Στέγη από ουρανό»:

Να οδοιπορείς και να μην σταματάς.

Ούτε σε τόπους ούτε σε καρδιές ανθρώπων.

Να μην δένεσαι πουθενά, να μην στέκεσαι πουθενά.

Όσο ανασαίνεις να διψάς.

Όσο διψάς να πορεύεσαι.

Όσο πορεύεσαι ν΄ ανοίγεις τα μάτια σου και την καρδιά σου

Στο ολοένα καινούργιο θάμα που σου φανερώνεται…..

 

Βιβλιογραφία

  • Ν. Μάτσας, Στέγη από ουρανό, Σαρακατσάνικο οδοιπορικό, Εστία,β΄ έκδοση,1978
  • Άρης Πουλιανός, Σαρακατσάνοι, ο αρχαιότερος λαός της Ευρώπης, 1993
  • Αγγελική Χατζημιχάλη, Σαρακατσάνοι, Αθήνα 2007
  • Παναγιώτης Αραβαντινός (1809-1870), Χρονογραφία της Ηπείρου των τε ομόρων ελληνικών και ιλλυρικών χωρών., Αθήνα 1856
  • Νίκος Γ. Ζυγογιάννης, Οι Σαρακατσιαναίοι στο διάβα των αιώνων
  • Μακρής Ευρυπίδης, Ζωή και παράδοση των Σαρακατσαναίων, Ιωάννινα 1984
  • Διονύσης Μαυρόγιαννης, Οι Σαρακατσάνοι της Θράκης, της Κεντρικής και Ανατολικής Μακεδονίας, τόμοι Α’-Β’-Γ’, Αθήνα-Γιάννενα 1998
  • Πανελλήνια Ομοσπονδία Συλλόγων Σαρακατσαναίων(ΠΟΣΣ), Πρώτο Συνέδριο Σαρακατσαναίων Ελλάδος και Διασποράς, Αθήνα 1996
  • Καββαδίας Γ.,Σαρακατσάνοι,Μια ελληνική ποιμενική κοινωνία,εκδ. Μπρατζιώτη ,Αθήνα, γ΄ έκδοση,1996
  • Γρανίτσας  Στέφανος,Τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου,Αθήνα,1921
  • Αδελφότητα των εν Αθήναις Σαρακατσαναίων Ηπείρου, βιβλίο Η Σαρακατσάνα, Εικόνα και Λόγος
  • [1] Γ.Ε.Σ.- Δ/νση Ιστορίας Στρατού, « Ο Μακεδονικός Αγών και τα εις Θράκην γεγονότα», 1979

 

Δικτυογραφία

 

 

  • https://www.google.gr/search?site=imghp&tbm=isch&source=hp&biw=1920&bih=955&q=σαρακατσανοι&oq=σαρακατσανοι&gs_l=img.12..0l3j0i30j0i24l6.3105.11595.0.13999.15.14.1.0.0.0.183.1960.0j14.14.0.ecynfh…0…1.1.64.im

 

  • sarakatsanika.pblogs.gr/2008/10/o-katsantwnhs.html

 

 

Επιμέλεια: Αργυρώ  Κουβά- Λέφα, φιλόλογος

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ  ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Η Αργυρώ Κουβά-Λέφα γεννήθηκε στον Κρόκο Κοζάνης, όπου και ολοκλήρωσε τις μαθητικές και γυμνασιακές της σπουδές με επιτυχία . Είναι πτυχιούχος του Τμήματος Ελληνικής Γλώσσας και Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Παν/μίου Θεσσαλονίκης με ειδίκευση στη Μεσαιωνική και Νεότερη ελληνική Λογοτεχνία. Είναι επίσης κάτοχος του Proficiency in English του Παν/μιου του Cambridge και μιλάει άπταιστα την αγγλική γλώσσα. Εργάστηκε στην ιδιωτική εκπαίδευση ως  φιλόλογος, υπήρξε συνεργάτης της Linguaphone  και Διευθύντρια Σπουδών του Κέντρου Ξένων Γλωσσών «ΓΝΩΣΙΣ» στον Κρόκο Κοζάνης. Ζει μόνιμα στην πόλη της Κατερίνης τα τελευταία οκτώ χρόνια , υπηρετεί  στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση Ν. Πιερίας, είναι λάτρης της ελληνικής γλώσσας και της λαΪκής παράδοσης, είναι παντρεμένη με το Γρηγόρη Λέφα και  μητέρα τριών παιδιών.